- τύλους
- τύλοςcallusmasc acc plτυλόωmake knobbyimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τύλος — ο, ΝΜΑ ιατρ. περιγεγραμμένη υπερκεράτωση τού δέρματος, συνήθως τών άκρων, οφειλόμενη σε συνεχή τοπική πίεση, κάλος (α. «έβγαλα τύλους στα χέρια» β. «γονάτων τύλους», Ευστ. γ. «ἐν ταῑς χερσὶ τύλους ἔχοντα», Δίων Χρ.) νεοελλ. 1. η καμπούρα τής… … Dictionary of Greek
δίτυλος — η, ο (Α δίτυλος, ον) (για την καμήλα) αυτός που έχει δύο τύλους, ύβους … Dictionary of Greek
περίτυλος — ον, Α 1. (για μέρος τού σώματος) γεμάτος τύλους, κάλους 2. το αρσ. ως ουσ. φρ. «περίτυλος κρανέϊνος» ξύλινο περίζωμα διακοσμημένο με εξογκώματα σαν κεφάλια καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τύλος «σκληρό εξόγκωμα, ρόζος»] … Dictionary of Greek
τυληρός — ά, όν, Α αυτός που έχει τύλους, κάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη + κατάλ. ηρός (πρβλ. τολμ ηρός)] … Dictionary of Greek
τυλοφθόρος — α, ο, Ν 1. αυτός που φθείρει, που εξαλείφει τους τύλους 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τυλοφθόρα (φαρμ.) ουσίες που μαλακώνουν ή διαλύουν την κεράτινη στιβάδα τού δέρματος και χρησιμοποιούνται για την εξάλειψη τών κάλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλος +… … Dictionary of Greek
τυλωτός — ή, όν, Α [τυλῶ] (κυρίως για ρόπαλο) γεμάτος τύλους, γεμάτος κόμπους («ῥόπαλα τυλωτά», Ηροδ.) … Dictionary of Greek
τυλόεις — εσσα, εν, Α αυτός που είναι γεμάτος τύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη / τύλος + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
τυλώδης — ες / τυλώδης, ῶδες, ΝΜΑ [τύλη/τύλος] όμοιος με τύλο, με κάλο (α. «τυλώδες εξόγκωμα» β. «ὥσπερ ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει», Πλούτ.) νεοελλ. 1. γεμάτος τύλους («τυλώδες χέρι») 2. φρ. «τυλώδες έλκος» ιατρ. έλκος με παλιά και σκληρά χείλη, λόγω… … Dictionary of Greek
τυλώνω — τυλῶ, όω, ΝΜΑ [τύλη/τύλος] νεοελλ. γεμίζω κάτι έως επάνω, υπερπληρώνω («τήν τύλωσε» [ενν. την κοιλιά] έφαγε μέχρι σκασμού) 2. μτφ. καθιστώ μια γυναίκα έγκυο, γκαστρώνω μσν. αρχ. καθιστώ κάτι τυλώδες, τό γεμίζω με τύλους, σκληρύνω («τυλοῑ τὸ στόμα … Dictionary of Greek
τύλων — ωνος, ὁ, Α αυτός που έχει δέρμα γεμάτο τύλους, γεμάτο κάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη + κατάλ. ων, ωνος (πρβλ. γάστρ ων)] … Dictionary of Greek